- κεράτωμα
- το, -ατοςπροσβολή της συζυγικής τιμής: Αυτή του έχει κάνει πολλά κερατώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεράτωμα — (I) το ιατρ. κεράτωση τού δέρματος με όψη όγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratoma]. (II) το [κερατώνω] η διάπραξη μοιχείας ή το να γίνει κάποιος κερατάς … Dictionary of Greek
κεράτωση — (I) η ιατρ. κάθε έπαρμα τού δέρματος που προέρχεται από υπερβολική ανάπτυξη τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratosis]. (II) η (Μ κεράτωσις) [κερατώνω] το κεράτωμα, η διάπραξη μοιχείας … Dictionary of Greek
κουντριά — η [κουντρώ] χτύπημα που καταφέρει ένα ζώο με τα κέρατά του, κουτουλιά, κεράτωμα … Dictionary of Greek